Βαραββάς

Βαραββάς
(1ος αι. μ.Χ.). Ιουδαίος ληστής που πήρε μέρος σε στάση εναντίον των ρωμαϊκών Αρχών και του οποίου την απελευθέρωση ζήτησαν οι Ιουδαίοι αντί του Χριστού, που είχε καταδικαστεί σε θάνατο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κουίν, Άντονι — (Anthony Quinn, Μεξικό 1915 – 2001). Μεξικανός ηθοποιός. Αρρενωπός, με εντυπωσιακό παράστημα, βαριά φωνή και πληθωρική ερμηνεία, συνδέθηκε γρήγορα με ανάλογους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Ερμήνευσε σκληρούς, τραχείς και εκρηκτικούς… …   Dictionary of Greek

  • Aramaic of Jesus — Most scholars believe that historical Jesus primarily spoke Aramaic, [cite encyclopedia|encyclopedia=The Eerdmans Bible Dictionary|title=Aramaic|quote=It is generally agreed that Aramaic was the common language of Palestine in the first century A …   Wikipedia

  • Codex Ephesinus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 71 Name Codex Ephesinus Text Gospels Date 1160 Script …   Wikipedia

  • συστασιαστής — ο, ΝΑ [συστασιάζω] αυτός που μετέχει με άλλους σε στάση («ἦν δὲ... ὁ Βαραββᾱς μετὰ τῶν συστασιαστῶν δεδεμένος», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • Μαγκάνο, Σιλβάνα — (Silvana Mangano, Ρώμη 1930 – Μαδρίτη 1989). Ιταλίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε στην Ακαδημία Χορού της Ρώμης και από την ηλικία των 16 ετών ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο συνδέοντας στη συνέχεια το όνομά της με το καλλιτεχνικό κίνημα …   Dictionary of Greek

  • Νίκβιστ, Σβεν — (Sven Nykvist, Σουηδία 1922 –). Σουηδός σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας. Ισως ο διασημότερος στην πατρίδα του στο είδος του, με διεθνή καριέρα και ακτινοβολία σπούδασε φωτογραφία στην Στοκχόλμη και ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθητικός… …   Dictionary of Greek

  • АРАМЕЙСКИЙ ЯЗЫК — вместе с ханаанейскими (еврейским, финикийским, моавитским и др.) и угаритским входит в сев. зап. группу семит. ветви афразийской языковой семьи. На христ. Западе до 2 й пол. XIX в. назывался халдейским по названию нек рых арам. племен (аккад. >… …   Православная энциклопедия

  • ВАРАВВА — [греч. Βαραββᾶς], преступник, избранный толпой по наущению священников вместо Иисуса Христа, когда Понтий Пилат предложил освободить одного из узников по случаю праздника Пасхи. Хотя точная этимология имени остается предметом споров, большинство… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”